- δυσανάβατος
- η , ο [ος , ον ] неприступный, трудный для подъёма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δυσανάβατος — hard to climb masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάβατος — η, ο (AM δυσανάβατος, ον) 1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τόν ανεβεί κανείς 2. δυσνόητος μσν. το ουδ. ως ουσ. το δυσανάβατον το δύσκολο ανέβασμα … Dictionary of Greek
δυσανάβατον — δυσανάβατος hard to climb masc/fem acc sg δυσανάβατος hard to climb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαναβάτῳ — δυσανάβατος hard to climb masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάκορφος — η, ο 1. (για βουνά) αυτός που έχει υψηλή κορυφή, πολύ υψηλός 2. δυσανάβατος, απότομος 3. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή, κατάκορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κορφή] … Dictionary of Greek
δυσάμβατος — δυσάμβατος, ον (Α) δυσανάβατος … Dictionary of Greek
δυσυπέρβατος — η, ο (Α δυσυπέρβατος, ον) αυτός που δύσκολα ξεπερνιέται, δυσανάβατος («δυσυπέρβατος δυσχέρεια») … Dictionary of Greek